Ο ύπνος αποτελεί μια φυσιολογική διαδικασία, οι διαταραχές της οποίας μπορεί να έχουν ποικίλο αρνητικό αντίκτυπο στην υγεία και στη ζωή ενός ατόμου. Ο ύπνος χωρίζεται σε δύο βασικούς τύπους, τον ύπνο ταχέων βολβικών κινήσεων των οφθαλμών (REM: Rapid Eye Movement) και τον ύπνο βραδέων βολβικών κινήσεων των οφθαλμών (NREM: Non Rapid Eye Movement), με τον ύπνο NREM να χωρίζεται σε 4 επιμέρους στάδια.
Υπάρχουν διάφορες διαταραχές ύπνου, ψυχογενούς ή μη αιτιολογίας, ωστόσο, στη συγκεκριμένη ενότητα αναφερόμαστε συγκεκριμένα στο Σύνδρομο Αποφρακτικής Άπνοιας κατά τον Ύπνο. Σε αυτό το σύνδρομο, η παροδική απόφραξη της ανώτερης αναπνευστικής οδού κατά τη διάρκεια του ύπνου έχει ως αποτέλεσμα την παροδική υπερκαπνία και υποξυνοναιμία του ασθενούς και την αφύπνισή του ώστε να λυθεί η απόφραξη της ανώτερης αναπνευστικής οδού. Αυτή η αφύπνιση μπορεί ακόμα και να μη γίνεται αντιληπτή από τον ίδιο τον ασθενή, αλλά από το σύντροφο του, και να αναφέρεται ως έντονο και θορυβώδες ροχαλητό με παρουσία περιοδικού ρόγχου.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθούν κάποιοι όροι. Ως άπνοια ορίζεται η διακοπή της αναπνοής για τουλάχιστον 10 δευτερόλεπτα, ενώ όταν ο θώρακας εξακολουθεί να κινείται χαρακτηρίζεται ως αποφρακτική άπνοια, αλλά, όταν ο θώρακας δεν επιτελεί αναπνευστικές κινήσεις χαρακτηρίζεται ως κεντρικού τύπου άπνοια. Ως απνοϊκός δείκτης ορίζεται ο αριθμός των απνοϊκών επεισοδίων ανά ώρα. Ως υπόπνοια ορίζεται η αναπνευστική δυσχέρεια που οδηγεί σε αφύπνιση. Από το δείκτη άπνοιας-υπόπνοιας ή αλλιώς δείκτη αναπνευστικής διαταραχής προκύπτει η ύπαρξη του συνδρόμου αποφρακτικής άπνοιας κατά τον ύπνο με τον αριθμό του να καθορίζει και τη βαρύτητα ως εξής: ήπια (5-20), μέτρια (20-40), μέτρια προς σοβαρή (40-60), μεγάλη (>60). Όταν ο παραπάνω δείκτης έχει τιμές μικρότερες του 5, τότε η κατάσταση χαρακτηρίζεται ως πρωτοπαθές ροχαλητό.
Η απόφραξη της ανώτερης αναπνευστικής οδού μπορεί να είναι σε οποιοδήποτε επίπεδο του φάρυγγα (ρινοφάρυγγας, στοματοφάρυγγας, υποφάρυγγας) καθώς και στις ρινικές θαλάμες, ωστόσο οι παθήσεις των ρινικών θαλαμών ίσως έχουν μικρότερο αρνητικό αντίκτυπο στην πρόκληση συνδρόμου αποφρακτικής υπνικής άπνοιας ή απλού ροχαλητού σε σύγκριση με τις παθήσεις του φάρυγγα. Ενδεικτικά, αναφέρονται οι ακόλουθες παθήσεις που μπορούν να συνδέονται με απόφραξη της ανώτερης αναπνευστικής οδού κατά τον ύπνο: υπερτροφία αδενοειδών εκβλαστήσεων (παιδιά), υπερτροφία παρίσθμιων αμυγδαλών, καλοήθεις ή κακοήθεις παθήσεις σε οποιοδήποτε επίπεδο του φάρυγγα, μακρά σταφυλή, στενή ανατομικά είσοδος του στοματοφάρυγγα, υπερτροφία γλωσσικής αμυγδαλής, γναθοπροσωπικές ανωμαλίες (συγγενείς ή επίκτητες), σκολίωση ρινικού διαφράγματος, υπερτροφία κάτω ρινικών κογχών, καλοήθεις ή κακοήθεις παθήσεις των ρινικών θαλαμών.
Ωστόσο, μία από τις κύριες αιτίες του παραπάνω συνδρόμου είναι η παχυσαρκία, καθώς η αύξηση του σωματικού βάρους έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του περιφαρυγγικού λίπους, και συνεπώς, τη μείωση του εύρους του φαρυγγικού αυλού κατά τον ύπνο. Εξάλλου, κατά τον ύπνο, με τη μείωση του μυϊκού τόνου στους μύες του φάρυγγα και της βάσης της γλώσσας, αυτή η μείωση του εύρους του φαρυγγικού αυλού γίνεται πιο έκδηλη. Συμπερασματικά, η παχυσαρκία μπορεί να αποτελεί την αιτία ή συμπαράγοντα εκδήλωσης του συνδρόμου αποφρακτικής άπνοιας κατά τον ύπνο. Επίσης, η συνύπαρξη νευρολογικών παθήσεων, καθώς και η λήψη κατασταλτικών του κεντρικού νευρικού συστήματος φαρμάκων, μπορούν να αποτελούν επιπλέον συμπαράγοντες επιδείνωσης του ήδη υπάρχοντος συνδρόμου αποφρακτικής άπνοιας κατά τον ύπνο.
Κλινικά, ο ασθενής αναφέρει γενικευμένες ή ειδικές δυσκολίες κατά τον ύπνο, υπνηλία και εύκολη κόπωση κατά τη διάρκεια της ημέρας, μειωμένη απόδοση κατά την εργασία, ακόμα και διαταραχές στην ψυχική διάθεση. Επίσης, η ύπαρξη συνδρόμου αποφρακτικής υπνικής άπνοιας έχει ενοχοποιηθεί για την ανάπτυξη διαταραχών του κυκλοφορικού συστήματος, όπως υπέρταση, αρρυθμίες, καθώς και συσχέτιση με ήπια αύξηση συχνότητας εμφάνισης ΟΕΜ ή ΑΕΕ. Αρκετά σημαντική είναι η αύξηση της πιθανότητας εμπλοκής σε ατυχήματα, όπως τα τροχαία και τα εργατικά ατυχήματα. Στην παιδική ηλικία, οι διαταραχές κατά τον ύπνο μπορούν να σχετίζονται με μειωμένη απόδοση στο σχολείο, μαθησιακές δυσκολίες, ατυχήματα και απροσεξία. Ωστόσο, περισσότερο σημαντικός είναι ο ενδεχόμενος αρνητικός αντίκτυπος στην ανάπτυξη του καρδιαγγειακού συστήματος.
Η Ωτορινολαρυγγολογική προσέγγιση περιλαμβάνει την πλήρη εξέταση της κεφαλής και του τραχήλου, καθώς και τον έλεγχο πιθανών γναθοπροσωπικών ανωμαλιών. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ενδοσκοπικός έλεγχος της ανώτερης αεροπεπτικής οδού (ρινοενδοσκόπηση, ρινοφαρυγγοσκόπηση, λαρυγγοενδοσκόπηση) ο οποίος μπορεί να αναδείξει μια πληθώρα οργανικών ή λειτουργικών διαταραχών. Συμπληρωματικά, μπορεί να εκτελείται και η δοκιμασία Muller. Επίσης, ενδέχεται να χρειαστεί απεικονιστικός έλεγχος κεφαλής και τραχήλου με υπερηχογραφικό έλεγχο, αξονική ή μαγνητική τομογραφία.
Η Πνευμονολογική προσέγγιση περιλαμβάνει τόσο τη λεπτομερή κλινική εξέταση και τις διάφορες αναπνευστικές δοκιμασίες (πχ σπιρομέτρηση), όσο και τη μελέτη ύπνου ή πολυυπνογραφία. Το πολυυπνογράφημα προκύπτει από εξειδικευμένες καταμετρήσεις σε έναν ασθενή κατά τη διάρκεια του ύπνου και περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα από τα εξής: επεισόδια άπνοιας, δείκτης άπνοιας-υπόπνοιας, ΗΚΓ, σφύξεις ανά λεπτό, οξυμετρία, ΗΕΓ, ΗΜΓ (συχνά και υπογενείδιας χώρας), ρινική και στοματική ροή αέρα.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση είναι επίσης πολυπαραγοντική και συχνά και διεπιστημονική. Σε περιπτώσεις παχυσαρκίας ο ακρογωνιαίος λίθος είναι η απώλεια σωματικού βάρους για την επίτευξη της οποίας είναι συχνά απαραίτητη η συμβολή διαιτολόγου. Σε ήπιας βαρύτητας ωτορινολαρυγγολογικές παθήσεις προτείνεται η συντηρητική-φαρμακευτική, αιτιολογική θεραπευτική προσέγγιση, ενώ σε σοβαρότερες παθήσεις έχει θέση και η χειρουργική θεραπεία. Ενδεικτικά αναφέρονται οι ακόλουθες ενδεχόμενες χειρουργικές προσεγγίσεις ανάλογα με την αιτία: σταφυλοϋπερώια φαρυγγοπλαστική, σμίκρυνση σταφυλής, αμυγδαλεκτομή, σμίκρυνση αμυγδαλών με χρήση ραδιοσυχνοτήτων, αδενοτομή, χειρουργική βάσης γλώσσας (σπανιότερα), προώθηση γενειογλωσσικού μυός (σπανιότερα), σμίκρυνση κάτω ρινικών κογχών με χρήση ραδιοσυχνοτήτων ή κογχοπλαστική, ευθειασμός ρινικού διαφράγματος. Θεραπευτική επιλογή αποτελεί και η εφαρμογή συσκευής χορήγησης θετικής πίεσης αέρα (CPAP) κατά τον ύπνο. Σπάνιες θεραπευτικές επιλογές είναι η έγχυση σκληρυντικών ουσιών και τα υπερώια εμφυτεύματα.