Οι ρινικοί πολύποδες εξορμώνται από το βλεννογόνο της ρινός και των παραρρινίων κόλπων. Μπορεί να παραμείνουν αδιάγνωστοι όταν δεν προκαλούν σημαντική κλινική συμπτωματολογία. Η ανάπτυξη της ενδοσκόπησης στην μύτη αποτελεί σημαντικό βοήθημα στη διάγνωσή τους.
Η γενετική προδιάθεση σε μελέτες αφορά τουλάχιστον το 50% των ασθενών. Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες δείχνουν επίσης συσχέτιση ρινικών πολυπόδων και καπνίσματος χωρίς όμως ξεκάθαρη επίπτωση.
Η αλλεργική ρινίτιδα δεν φαίνεται να είναι προδιαθεσικός παράγοντας για την εμφάνισή τους. Όμως οι ασθενείς με ρινικούς πολύποδες εμφανίζουν μεγαλύτερη συχνότητα αλλεργιών από τον υπόλοιπο πληθυσμό.
Από τους ασθενείς που πάσχουν από άσθμα ειδικότερα σε μεγαλύτερες ηλικίες ένα σημαντικό ποσοστό εμφανίζει και ρινικούς πολύποδες.
Μεγάλο είναι και το ποσοστό των ασθενών με υπερευαισθησία στην ασπιρίνη και στα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη που εμφανίζουν ρινικούς πολύποδες.
Τα κλινικά συμπτώματα που εμφανίζει ο ασθενής είναι ρινική συμφόρηση, ανοσμία, ρινόρροια διαυγούς υγρού και σε επιπλεγμένες καταστάσεις άλγος προσώπου, κεφαλαλγία, κιτρινοπράσινες πυώδεις εκκρίσεις.
Η θεραπεία είναι συντηρητική και χειρουργική. Ο θεράπων ιατρός εκτιμώντας την κατάσταση του ασθενούς μπορεί να προτείνει συντηρητική ή χειρουργική ή συνδυασμό τους